- αρμονία
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και λαμπρά δώρα στην ωραία νύφη. Μόνη της κέντησε το λεπτότατο πέπλο που της προσέφερε η Αθηνά και η συζυγική της ζωή ήταν υποδειγματική, πράγμα που είχε συνέπεια να τη θεοποιήσουν και να τη φέρουν στον ιερό κύκλο της Αφροδίτης. Παιδιά της Α. και του Κάδμου ήταν η Ινώ (Λευκοθέα), η Σεμέλη (μητέρα του Διονύσου), η Αγαύη, η Αυτονόη και o Πολύδωρος, πατέρας του Λαβδάκου.Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Α. ήταν κόρη του Δία και της Ηλέκτρας.II(Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 9,2, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 6,9.* * *η (AM ἁρμονία)1. συμμετρία ή συμμετρική διάταξη πραγμάτων σ' ένα σύνολο2. η ομόνοια στις σχέσεις των ανθρώπων, η ευταξία3. η ορθή αναλογία, η συμμετρική διάταξη4. η ηχητική αρμονίααρχ.-μσν.άρθρωση του σώματοςαρχ.1. μέσο για συναρμολόγηση2. σύνδεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. η οποία ήδη από τους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην τεχνική ορολογία (ανατομία, μουσική, οικοδομική, ξυλουργική), διευρύνθηκε δε σημασιολογικά στη Νεοελληνική. Το αφηρημένο ουσ. αρμονία προϋποθέτει για τον σχηματισμό του το επίθ. άρμων (+ κατάλ. -ία), που μαρτυρείται μόνο ως κύριο όνομα (Άρμων), ως β' συνθετικό (βητάρμων) και πιθ. στη «γλώσσα» του Ησύχ. (αρμόσυνοι). Ετυμολογικά θεωρείται ότι ανάγεται στη ρίζα *αr-(«συνάπτω, συναρμόζω» — πρβλ. αραρίσκω) + (επίθημα) -men- / -mon-. Ο τ. αρμονία εισάχθηκε μέσω του λατ. harmonia σε άλλες σύγχρονες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. harmony, γαλλ. harmonie, γερμ. Harmonie.ΠΑΡ. αρμονίζω, αρμονικός.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αρμονιομετρία, δυσαρμονία].
Dictionary of Greek. 2013.